Έσπερος

Έσπερος
I
Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη.
II
Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία και ήταν δούλος του Κατάλου στη Ρώμη. Μαρτύρησε την εποχή του Αδριανού, μαζί με τη γυναίκα του Ζωή και τους γιους του Θεόδουλο και Κυριάκο. Η μνήμη τους τιμάται στις 2 Μαΐου.
III
Τίτλος εφημερίδων και περιοδικών.
1. Αθηναϊκή εφημερίδα (1873-76).
2. Αθηναϊκή εφημερίδα (1885).
3. Δεκαπενθήμερο περιοδικό της Λειψίας, που ίδρυσε ο Ιω. Περβάνογλου (1881-88) και επανεκδόθηκε για βραχύ διάστημα το 1889.
4. Δεκαπενθήμερο αθηναϊκό περιοδικό, που ίδρυσε ο Δ. Χαρβάτης (1903).
5. Μηνιαίο φιλολογικό περιοδικό στη Σύρο με εκδότες τους Ιω. Μπαρούνα και Β. Φρέρη (1922).
IV
(Αστρον.). Ο πλανήτης Αφροδίτη στην εσπερινή του εμφάνιση. Λέγεται και Αποσπερίτης. Ο Όμηρος χαρακτηρίζει τον Έ. ως το ωραιότερο και φωτεινότερο αστέρι του ουρανού. Ο Ησίοδος το θεωρεί πρώτο από τα αστέρια, γιο της Ηούς και του Κέφαλου και το ονομάζει Φαέθοντα. Άλλες μυθολογικές παραδόσεις τον θέλουν γιο της Hριγένειας και του Αστραία (Εωσφόρος). Ο Διόδωρος θεωρεί τον Έ. αδελφό ή γιο του Άτλαντα, που διακρινόταν για τη φιλανθρωπία του, γι’ αυτό και τον τίμησαν οι άνθρωποι δίνοντας το όνομά του σε ένα από τα ωραιότερα αστέρια του ουρανού.
* * *
ο [έσπερος]
ονομασία τού αστέρα Αφροδίτη όταν ανατέλλει μετά τη δύση τού ηλίου, ο Αποσπερίτης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Ἕσπερος — masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἕσπερος — of masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έσπερος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Ήταν γιος ή αδελφός του Άτλαντα, πατέρας των Εσπερίδων. Ο Όμηρος τον αναφέρει ως το ωραιότερο από τα άστρα. Τα ονόματα Έ. και Εωσφόρος αφορούν την Αφροδίτη. II Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Παμφυλία… …   Dictionary of Greek

  • ἕσπερον — ἕσπερος of masc/fem acc sg ἕσπερος of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπέρου — Ἕσπερος masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρου — ἕσπερος of masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπέρους — Ἕσπερος masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρους — ἕσπερος of masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἑσπέρῳ — Ἕσπερος masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑσπέρῳ — ἕσπερος of masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”